-
1 ὑπερτίθημι
I the literal senses only in late writers,2 set on the other side, carry over,τὸ ἄροτρον Plu.Rom.11
; ὑ. τὸ ῥῶ transpose it, Paus. 3.13.5:—so in [voice] Pass., A.D.Synt.8.20; of accent, to be shifted, Id.Adv. 189.26:—[voice] Med.,ὑπερθέσθαι τινὰ πέραν ποταμοῦ Plb.21.39.9
.3 c. acc. loci, cross, pass over,τὸν Ταῦρον Str.14.4.3
:—[voice] Med., ὑπερθέσθαι τὴν ἄκραν double it, D.S.13.3: cf.ὑπέρθεσις 1.2
.4 [voice] Med., hold over, so as to protect,παιδὸς ὑπὲρ χέρα θηκαμένα AP6.280
.II metaph., παντὶ θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν set God over all as cause, Pi.P.5.25.2 hand over or communicate a thing to another, εἰ.. τοὶ ὑπερετίθεα ([dialect] Ion. for - ετίθην)τὰ ἔμελλον ποιήσειν Hdt.3.155
, cf. 5.32:—so in [voice] Med., esp. in order to ask advice, ; τοῖσι ὀνειροπόλοισι τὸ ἐνύπνιον ib. 107, cf. 5.56;ἐπείτε ἐμοὶ ὑπερέθεσθε [ταῦτα] Id.3.71
, cf. 5.24, 7.18.3 [voice] Med., set oneself above, surpass, exceed, excel, τινὰ ταῖς χορηγίαις, κατὰ τὴν ὠμότητα, Plb.2.63.3, 18.17.3; ἁτὸν ( = αὑτὸν) (5).860.27 (Tenos, i B.C.), cf. 22.1304.19 (iii B.C.), OGI339.61 (Sestos, ii B. C.): abs.,ὑ. τῇ μεγαλοψυχίᾳ IG22.1043.65
; ὑ. τῇ φιλοπονίᾳ ib.12 (5).129.10, cf. 27 (Paros, ii B.C.):—[voice] Act.,ὑπερτ[ιθ]εὶς.. ἑατὸν τῇ πρὸς τὰ κοινὰ σπουδῇ καὶ φιλοτιμίᾳ Ath.Mitt.35.413
(= IGRom.4.293aii 3, Pergam., ii B.C.).4 of Time, outlast, outlive,τὰ τετταράκοντα ἔτη σπανίως ὑπερτιθέασιν Str.16.4.12
, cf. Gal.19.565:—[voice] Med., μόνην τὴν νύκτα ὑπερθεμένη having let it pass, Hld.1.10.5 [voice] Med. also, put off, defer, PEleph.11.5 (iii B.C.), etc.;ὑ. τὴν ἐπανόρθωσιν ποιῆσαι Epict.Ench.51.1
;ὑ. τι εἰς τὴν ἐσομένην σύνοδον IG7.2711.49
(Acraeph., i A. D.);εἰς ἄλλον καιρὸν ἐπιτηδειότερον Phld.Rh.1.212
S.;τὴν ταχθεῖσαν ἡμέραν Plb.5.29.3
, etc.: abs., delay, Id.4.30.2, etc.:—[voice] Pass., to be put off, Gp.2.49.1.b [voice] Med., omit,τὴν ῥαφὴν ὑπερθέμενοι Paul.Aeg.6.16
.6 Gramm., to be formed as a superlative,Δαναώτατος ὑπερτίθεται A.D.Pron.64.12
, cf. Adv.168.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερτίθημι
См. также в других словарях:
υπερτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. (μόνον μέσ.) ὑπερτίθεμαι αναβάλλομαι αρχ. 1. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. τοποθετώ κάτι σε άλλη μεριά, τό μεταφέρω 3. κοινοποιώ, ανακοινώνω 4. (για χρονικό διάστημα) διαρκώ πέρα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο, τό… … Dictionary of Greek